- σεμνολόγος
- -ο / σεμνολόγος, -ον, ΝΑαυτός που μιλά με σεμνότητααρχ.αυτός που μιλά με επίσημο ύφος.επίρρ...σεμνολόγως Α1. με σεμνό λόγο2. με επίσημο λόγο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνολόγος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολόγου — σεμνόλογος one who speaks solemnly masc gen sg σεμνολόγος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεμνολόγως — σεμνόλογος one who speaks solemnly masc acc pl (doric) σεμνολόγος masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
σεμνολογία — η, ΝΑ [σεμνολόγος] 1. το να μιλά κανείς με σεμνότητα και ευγένεια 2. συνεκδ. λόγος που χαρακτηρίζεται από σεμνότητα και λεπτότητα αρχ. (με κακή σημ.) κομπασμός, μεγαλαυχία … Dictionary of Greek
σεμνολογικός — ή, όν, ΜΑ [σεμνολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σοβαρό λόγο, σε ιεροπρεπή ομιλία. επίρρ... σεμνολογικῶς ΜΑ με σοβαρό λόγο, με σοβαρότητα … Dictionary of Greek
σεμνολογώ — σεμνολογῶ, έω, ΝΑ [σεμνολόγος] μιλώ με σεμνότητα, με ευγένεια αρχ. μέσ. σεμνολογοῡμαι, έομαι α) μιλώ σοβαρά β) μιλώ με βαρυσήμαντες φράσεις, με επίσημο ύφος («τοιαῡτα τοῡ Καλλικρατίδου... σεμνολογησαμένου», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek
σεμνολόγως — Α επίρρ. βλ. σεμνολόγος … Dictionary of Greek
ՊԱՐԿԵՇՏԱԲԱՆ — (ի, ից.) NBH 2 0636 Chronological Sequence: Early classical ա. σεμνολόγος qui honeste vel graviter loquitur. Պարկեշտ ի բանս. *Եթէ ճարտար իցես, յորժամ պարկեշտաբան իցես՝ լաւ է, քան թէ բամեասասէր. Եւագր. ՟Թ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)